επαινετός
Смотреть что такое "επαινετός" в других словарях:
ἐπαινετός — to be praised masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπαίνετος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαινετός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ναύαρχος του Πτολεμαίου του Λάγου (4ος αι. π.Χ.). Μαζί με τον στρατηγό Άγι, κατέστειλε την επανάσταση που ξέσπασε το 312 π.Χ. στην Κυρήνη. 2. Συγγραφέας έργων μαγειρικής (1ος αι. π.Χ.). Αναφέρεται από τον Αθήναιο.… … Dictionary of Greek
επαινετός — ή, ό επίρρ. ά ο άξιος να επαινεθεί, αξιέπαινος: Επαινετή πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαινετά — ἐπαινετός to be praised neut nom/voc/acc pl ἐπαινετά̱ , ἐπαινετός to be praised fem nom/voc/acc dual ἐπαινετά̱ , ἐπαινετός to be praised fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινετώτερον — ἐπαινετός to be praised adverbial comp ἐπαινετός to be praised masc acc comp sg ἐπαινετός to be praised neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινετόν — ἐπαινετός to be praised masc acc sg ἐπαινετός to be praised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινετώτατον — ἐπαινετός to be praised masc acc superl sg ἐπαινετός to be praised neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινεταῖς — ἐπαινετός to be praised fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινεταί — ἐπαινετός to be praised fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινετοί — ἐπαινετός to be praised masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)